κόκερ

κόκερ
το
ζωολ. ράτσα σκυλιών, αγγλικής προέλευσης, που χρησιμοποιούνται στο κυνήγι κυρίως τής μπεκάτσας και ως σκυλιά συνοδείας.
[ΕΤΥΜΟΛ. Λ. ξεν. προελεύσεως, πρβλ. αγγλ. cocker (< cocking < μσν. αγγλ. cokking < cocken < cok «κόκορας») + er].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • Ντάμπιερ, Γουίλιαμ — (William Dampier, Iστ Κόκερ, Σόμερσετ 1652 – Λονδίνο 1715). Άγγλος θαλασσοπόρος. Ήδη σε νεαρή ηλικία έκανε πολλά ταξίδια στην Αμερική και την Ασία, παίρνοντας μέρος σε εμπορικές και στρατιωτικές επιχειρήσεις. Έζησε πολλά χρόνια στην Ισπανία (1681 …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”