- κόκερ
- τοζωολ. ράτσα σκυλιών, αγγλικής προέλευσης, που χρησιμοποιούνται στο κυνήγι κυρίως τής μπεκάτσας και ως σκυλιά συνοδείας.[ΕΤΥΜΟΛ. Λ. ξεν. προελεύσεως, πρβλ. αγγλ. cocker (< cocking < μσν. αγγλ. cokking < cocken < cok «κόκορας») + er].
Dictionary of Greek. 2013.